Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Τα απομνημονεύματα ενός γαϊδάρου.


ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΟ
Κ. ΕΡΡΙΚΟ ΝΤΕ ΣΕΓΚΙΟΥΡ
Μικρό μου αφεντικό. Ήσασταν πάντα πάρα πολύ καλός μαζί μου, μιλήσατε όμως με περιφρόνηση για τους γαιδάρους γενικά και για να σας κάνω να γνωρίσετε τι είναι οι γάιδαροι, γράφω και σας προσφέρω τούτα τα "Απομνημονεύματα". Θα δείτε, αγαπητό μου μικρό αφεντικό, με ποιον τρόπο, τόσο σε μένα, έναν φτωχό γαίδαρο, όσο και στους φίλους μου τους γαιδάρους, τις γαιδούρες και τα γαιδουράκια φερθηκαν άδικα οι άνθρωποι. Θα δείτε πως έχουμε πολύ μυαλό και πολλά εξάιρετα χαρίσματα. Θα δείτε, ακόμη, πόσο κακός ήμουν στα νιάτα μου, πόσο τιμωρήθηκα κι ένιωσα πως ήμουν δυστυχισμένος και πόσο το μετάνιωμά μου μ' άλλαξε και μου χάρισε ξανά τη φιλία των συντρόφων μου και των αφεντικών μου. Θα δείτε ακόμη, όταν θα 'χετε τελειώσει το διάβασμα του βιβλίου αυτού, πως αντί να λέτε:"βλάκας σα γάιδαρος", "αμαθής σα γάιδαρος" και "ξεροκέφαλος σα γάιδαρος", θα λέτε: "έξυπνος σα γάιδαρος', "σοφός σα γάιδαρος", "υπάκουος σα γάιδαρος" κι ότι, τόσο εσείς όσο κι οι γονείς σας, θα 'σαστε περήφανοι για τα εγκώμια αυτά. 
Γκά! Γκάάά! Καλό μου αφεντικό. Σας εύχομαι ο βίος σας να μη μοιάσει με το πρώτο στάδιο της ζωής του πιστού σας υπηρέτη.
ΚΑΝΤΙΣΟΝ
Σοφός γάιδαρος.

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤΙΣΟΝ
Δεν θυμάμαι την παιδική μου ηλικία. Πιθανον να 'μουν πολύ δυστυχισμένος καθώς όλα τα γαιδουράκια, όμορφος, χαριτωμένος όπως είμαστε όλοι. Πολύ σίγουρό όμως είναι πως είχα πολύ μυαλό, εφόσον όσο κι αν είμαι σήμερα γερασμένος, έχω ακόμα περισσότερο από τους συντρόφους μου. Έπιασα παραπάνω από μια φορά, τα δυστυχισμένα τ' αφεντικά μου, που δεν ήταν άλλο από άνθρωποι, να μη μπορουν να 'χουν, λισως γι' αυτό, την εξυπνάδα ενός γαιδάρου. 
Θ' αρχίσω να σας διηγούμαι ένα σκάρωμα που τους έπαιξα τον καιρό που ήμουν ακόμη παιδί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΑΓΟΡΑ
Επειδή οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να ξέρουν ότι ξέρουν οι γάιδαροι, σίγουρα θ' αγνοείτε εσείς που διαβάζετε το βιβλιαράκι τούτο, ότι είναι γνωστό σ' όλους τους γαιδάρους που είναι φίλοι μου: Κάθε Τρίτη, γίνεται στην πόλη Λαίγκλ μια αγορά, όπου πουλάν λαχανικά, βούτυρο αυγά τυρί, φρούτα κι άλλα τέτοια εξαίσια πράγματα. Η Τρίτη, λοιπόν, είναι μέρα μαρτυρίου για τους δυστυχισμένους τους συναδέλφους μου. Το ίδιο ήταν και για μένα πριν μ' αγοράσει η καλή μου γριά αφέντισσα, η γιαγιά σας που κοντά σας ζω τώρα. Άνηκα σε μια αγρότισσα κακιά και απαιτητική. Φανταστείτε, αγαπητό μου μικρό αφεντικό, τόση ήταν η πονηριά της, που μάζευε όλα τ' αυγά που γεννούσαν οι κότες, όλο το βούτυρο και τα τυριά που έβγαζε από το γάλα των αγελάδων της, όλα τα χορταρικά και τα φρούτα που ωρίμαζαν μέσα στην εβδομάδα, για να γεμίζει κοφίνια μ' αυτά, που τα φόρτωνε στη ράχη μου.

Κι όταν με φόρτωνε μ' αυτά τόσο, ώστε με βία πολύ να μπορώ να προχωρώ, η κακιά αυτή γυναίκα καθόταν κι αυτή πάνω στα πανέρια και μ' ανάγκαζε να τρέχω κουρασμένος και κατασκοτωμένος ίσαμε την αγορά της Λέγκλ, που απείχε κάπου μια λεύγα από το αγρόκτημα. Η οργή μου, κάθε φορά ήταν πάρα πολύ μεγάλη, δεν τολμούσα όμως να το δείξω γιατί φοβόμουν τις μαγκουριές. Και η κυρά μου είχε μια πολύ χοντρή μαγκούρα, γεμάτη ρόζους, που με έκαναν να πονώ αφάνταστα κάθε φορά που μου τις έβρεχε. όποτε, λοιπόν, την έβλεπα, άκουγα τις προετοιμασίες της αγοράς, αναστέναζα και γκάριζα, με την ελπίδα πως θα με σπλαχνίζόταν τ' αφεντικά μου. 
-Άντε, παλιοτεμπέλη, μου 'λεγαν καθώς έρχονταν να με πάρουν. Θα σκάσεις, για να μη μας ξεκουφαίνεις με την αηδιαστική αγριοφωνάρα σου; Γκι, γκάάά! Γκι, γκάάά! Ωραία μουσική μας παίζεις. Ιούλιε, παιδάκι μου, βάλε τον τεμπέλαρο αυτόν δίπλα στην πόρτα γαι να μπορέσει η μάνα σου να τον φορτώσει...Από δω θα βάλεις ένα κοφίνι με αυγά...Ακόμη ένα! Τα τυριά, τα βούτυρα από κει... Τώρα ακόμα τα χορταρικά!Ωραία!...¨ομορφο φορτίο που θα μας αφήσει κέρδος κάμποσα ταλιράκια. Μαριέττα, κόρη μου, φέρε κι εσύ μια καρέκλα για να μπορέσει η μάνα σου ν' ανέβει εκεί πάνω!...Πολύ καλά!...Άντε, λοιπόν, και καλό ταξίδι, γυναικούλα μου, και χτύπα αυτόν τον αρχιτεμπέλη γάιδαρο, για να το πάρει απόφαση να ξεκινήσει...Να πιάσε και τούτη τη μαγκούρα να τον βαράς στα πισινά! 
-Γκαπ!... Γκουπ! 
-Καλά του 'κανες! Ακόμη μερικά τέτοια χαδάκια και θα περπατήσει.
Γκαπ! Γκουπ! Η μαγκούρα δεν σταματούσε ν' ανεβοκατεβαίνει στα νεφρά, στα πόδια, στο λαιμό μου. Έτρεχα, σχεδόν κάλπαζα και η αγρότισσα όλο με βαρούσε ασταμάτητα. Αγανάκτησα από την τόση σκληρότητα και αδικία. Προσπάθησα να κλωτσήσω για να ρίξω την κυρά μου χάμω, ήμουν όμως βαρυφορτωμένος. Άλλο δε μου έμενε παρά ν' αρχίσω να χοροπηδάω δεξιά κι αριστερά. Κάποτε ένιωσα την αυχαρίστηση να την βλέπω να κατρακυλά. 
-Κακέ γάιδαρε! Βλάκικο ζώο! Ξεροκέφαλε. Τώρα θα σε κανονίσω με τον άγιο βούρδουλα!
Και πραγματικά, μ' έδειρε τόσο, που με πολύ κόπο μπορούσα να περπατήσω για να φτάσουμε στην πολιτέια. Τέλος, τα καταφέραμε. Σήκωσαν πάνω από τα δύστυχα γδαρμένα μου πλευρά τα κοφίνια και τα καλάθια για να τα βάλουν χάμω. Η κυρά μου, αφού μ' έδεσε γερά σ' ένα στύλο, πήγε να φάει. Σ' εμένα, που πέθαινα από την πέινα και τη δίψα, δεν έδωσε παρά μόνο μια σταλιά χορτάρι και μια σταγόνα νερό. Βρήκα τον τρόπο να πλησιοάσω τα χορταρικά ενώ έλειπε η αγρότισσα για να δροσίσω λιγάκι τη γλώσσα μου γεμίζοντας το στομάχι μ' ένα πανέρι σαλατικά και λάχανα. Στη ζωή μου όλη δεν είχα φάει τόσο καλά. Αποτελείωνα το τελευταίο λάχανο και το τελευταίο σαλατικό, όταν ξαναφάνηκε η κυρά μου. Έμπηξε μια τρομερή φωνή καθώς είδε το πανέρι άδειο. Την κοίταζα κι εγώ με τόσο προκλητικό ύφος, που μάντεψε αμέσως ότι το έγκλημα το είχα κάνει εγώ. δε θα σας επαναλάβω εδώ τις βρισιές που μου έσυρε. Είχε μια πολύ άσχημη φωνή κι όταν, προπαντώς, θύμωνε κι έβριζε, έλεγε πράματα που όσο γάιδαρος κι αν είμαι μ' έκανε να κοκκινίζω. Αφού, λοιπόν, με περίλουσε με τα πιο ταπειμωτικά λόγια στα οποία δεν απαντούσα παρά γλύφοντας μόνο τα χείλια μου και στρέφοντάς της τα πισινά μου, άρπαξε τη μαγκούρα κι άρχισε να με κοπανά με τόση σκληρότητα, που στο τέλος έχασα την υπομονή μου και της έδωσα τρεις κλωτσιές. Η πρώτη της έσπασε τη μύτη και τα δύο δόντια. Η δεύτερη το χέρι και η τρίτη της ήρθε καταστόμαχα και την έριξε χάμω. Είκοσι πρόσωπα όρμησαν, τότε, καταπάνω μου βρίζοντας και χτυπώντας με. Κουβάλησαν την κυρά μου δεν ξέρω πού, αφήνοντάς με δεμένο σ' ένα στύλο, με τα καλάθια δίπλα μου και τα εμπορεύματα που είχα κουβαλήσει. Έμεινα εκεί αερκετά και βλέποντας πως κανένας δε νοιαζόταν για μένα αφού έφαγα κι ότι είχε περισσέψει από το δεύτερο κοφίνι, έκοψα με τα δόντια μου το σκοινί που με είχαν δεμένο και πήρα σιγά το δρόμο που με έβγαζε στο αγρόκτημα. Οι άνθρωποι που με συναντούσαν στο δρόμο παραξενεύονταν βλέποντάς με ολομόναχο,
-Για κοίτα τούτο το γάιδαρο με το σπασμένο καπίστρι! λέγανε. Σίγουρα από κάπου το 'σκασε. 
-Θα το ΄σκασε από τα καράβια! κι άρχισαν να γελούν όλοι μαζί.
-Δεν έχει φορτίο στην πλάτη, είπε κάποιος τρίτος.
-Σίγουρα κάτι κακό θα σκάρωσε! φώναξε ένας τέταρτος.
-Πιάστον, λοιπόν, άνθρωπέ μου, για να βάλω το μωρό στην πλάτη του, φώναξε μια γυναίκα.
 Θέλοντας, εγώ, να κάνω καλή εντύπωση, πως ήμουν καλός και συγκαταβατικός, πλησίασα σιγά τη χωριάτησσα και στάθηκα δίπλα της για ν' ανέβει η ίδια στη ράχη μου.
-Δε φαίνεται να 'ναι κακό το γαιδουράκι τούτο, είπε ο άντρας της βοηθώντας την ν' ανέβει.
 Χαμογέλασα λυπητερά ακούγοντας τα λόγια αυτά. Κακός!; Σαν να ήταν ποτέ κανένας γάιδαρος κακός αν του φέρνονταν με καλοσύνη. Θυμώνουμε, γινόμαστε παρήκοοι και ξεροκέφαλοι, μονάχα για να εκδικηθούμε το ξύλο και τις βρισιές που εισπράττουμε. Όταν μας μεταχειρίζονται με το καλό, είμαστε κι εμείς καλοί, πολύ καλύτεροι, μάλιστα απ' όλα τ' άλλα ζώα.
 Κουβάλησα στο σπίτι της τη γυναίκα και το παιδάκι της, ένα πολύ όμορφο αγοράκι που με χάιδευε και μ' έβρισκε χαριτωμένον.Στο δρόμο έδειχνε την επιθυμία του να με κρατήσει. Σκέφτηκα, όμως, πως τούτο δε θα 'ταν τίμιο. Τ' αφεντικά μου με είχαν αγοράσει και τους άνηκα. Είχα, μάλιστα, σπάσει και τη μύτη, τα δόντια, το χέρι και πληγώσει το στομάχι της κυράς μου κι αυτό μου έφτανε. Βλέποντας, λοιπόν, τη μαμά να θέλει να κάνει το χατήρι του κανακάρη της, που τον είχε, φαίνεται, παραχαιδέψει (το αντιλήφθηκα αυτό όταν τους κουβαλούσα στην πλάτη μου), έδωσα ένα πήδο και προτού η μαμά προφτάσει να μ' αρπάξει από το χαλινάρι, το 'σκασα και, τρέχοντας, ξαναπήγα στο σπίτι.
 Η Μαριέττα, η κόρη του αφεντικού με είδε πρώτη.
- Α! Να ο Καντισόν! Και τι νωρίς που γύρισε! Ιούλιε, έλα να του βγάλεις το σαμάρι!
-Παλιογάιδαρε, φώναξε ο Ιούλιος φουρκισμένος. όλο και πρέπει ν' ασχολούμαστε μαζί σου. και γιατί να 'ρθεις μοναχός σου; Βάζω στοίχημα πως το 'σκασε! Βλάκικο ζώο! προσθεσε, δίνοντάς μου μια κλωτσιά στα πόδια. Αν μάθω πως το 'χεις σκάσει, θα σε ξυλοφορτώσω μ' εκατό βουρδουλιές.
Μόλις μου 'βγαλαν το σαμάρι και το χαλινάρι, το 'σκασα, αμέσως, τρέχοντας. Φτάνοντας, όμως, στο μέρος όπου με άφησαν να βόσκω, άκουσα φωνές από το κτήμα. Πλησίασα στο φράχτη και βλέπω να κουβαλούν την κυρά μου. Τα παιδιά μπήξαν αμέσως τις φωνές. Τις άκουσα με τις αυτάρες μου, καθώς άκουσα και τον Ιούλιο να λέει στον πατέρα του: 
-πατέρα, πάω να φέρω το μεγάλο το καμτσί! Θα δέσω το γάιδαρο σ' ένα δέντρο και θα τον αρχίσω στο ξύλο οσότου να πέσει χάμω.
-Πήγαινε, γιε μου, όμως μην τον σκοτώσεις.Θα χάσουμε τα χρήματα που δώσαμε γι αυτόν. Θα τον πουλήσω στο ερχόμενο πανηγύρι.
 Σταμάτησα, τρέμοντας από το φόβο μου καθώς τους άκουα κι έβλεπα και τον Ιούλιο να τραβάει για το στάβλο για να πάρει το καμτσί. Δεν θα ΄πρεπε να διστάσω, ούτε λεπτό, ούτε ν άνησυχώ τούτρη τη φορά που θα ' χανα τ' αφεντικά μου, μα ούτε και να λυπηθώ γιατί θα 'χαναν κι αυτά τα χρήματα που είχαν δώσει για να μ' αγοράσουν. Όρμησα πάνω στο φράχτη με τέτοια δύναμη, που σπασαν τα κλαδιά και πέρασα ανάμεσά τους. Βγήκα, αμέσως, στα χωράφια και συνέχισα να τρέχω, νομίζοντας πως με κυνηγούσαν πολλοί. Τέλος, μη μπορώντας άλλο, σταμάτησα για ν' ακούσω. Δεν άκουγα τίποτα. Ανέβηκα τότε σ' ένα υψωματάκι για να δω. Δεν είχα κανέναν πίσω μου.Τότε άρχισα ν' αναπνέω βαθιά και να χαίρομαι γιατί είχα ελευθερωθεί από τους κακούς αυτούς ανθρώπους.
 Αναρωτιόμουν, όμως, τι θ' απογινόμουν. Αν έμενα στο μέρος αυτό, θα μ' αναγνωρίζανε, θα με πιάναν και θα με ξαναοδηγούσαν στ' αφεντικά μου. Τι να 'κανα; Πού να πήγαινα;
 Κοίταξα ολόγυρά μου. Έβλεπα την απομόνωση και τη δυστυχία μου κι άρχισα να χύνω δάκρυα πικρά για τη λυπηρή μου τούτη κατάσταση. Ξαφνικά, αντιλήφθηκα πως είχα φτάσει στην άκρη ενός πολύ ωραίου δάσους. Ήταν το δάσος του Αγίου Εβρούλτιου.
-Τι ευτυχία! φώναξα. Θα βρω μέσα σε τούτο το δάσος τρυφερό χορτάρι και νερό ολόδροσο.
 Έμεινα εκεί κάμποσες ημέρες.Ύστερα, πήγα σ' άλλο δάσος μακρύτερα, πολύ μακρύτερα από το αγρόκτημα των αφεντικών μου.
 έμπαινα στ δάσος, έτρωγα χορτάρι ευτυχισμένος, κι έπινα νεράκι από μιαν όμορφη πηγή. Όταν νύχτωνε, ξαπλωνόμουν στο γρασίδι, στη ρίζα ενός γέρου- έλατου και κοιμόμουν ήσυχος, όλη τη νύχτα, ως το άλλο πρωί.

5 σχόλια:

  1. Πόσο άδικοι γινόμαστε όταν χρησιμοποιούμε το χαρακτηρισμό γαϊδούρι, για ανθρώπινο "ον"!
    Τρέφω μεγάλη αγάπη στα υπό εξαφάνιση πια ζωντανά και ραγίζει από τρυφερότητα η καρδιά μου αν τύχει και πέσω σε γκάρισμα γαϊδάρου. Είναι τόσο μα τόσο σπαραχτικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα μικρά γαϊδουράκια είναι πολύ χαριτωμένα κι έχουν μια απίστευτα μαλακή γούνα.
    Το βιβλίο; Θα δούμε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το βιβλίο τα γράφω εγώ και μου το διαβάζει ο Μένιος που το βρίσκει ωραίο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. και δεν υπάρχει κι ένας σκύλος που λεγόταν Μέντωρ;;
    κι αν έχω ρίξει κλάμα μ' αυτό το βιβλίο και τώρα που το μνημόνευσα και το έψαχνα για τον μικρό μου Gavroche, έπεσα πάνω σ' αυτήν την ανάρτηση, που στην ώρα της μου είχε ξεφύγει..... Merci et salut

    ΑπάντησηΔιαγραφή