Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10β

Επί τριάντα πέντε λεπτά ούτε ένας ήχος δεν ακούστηκε κατά μήκος της βάρκας, εκτός από το κουδούνισμα των πιατικών και των μαχαιροπίρουνων και το σταθερό άλεσμα από τέσσερα ζευγάρια μασέλες. Μετά από τριάντα πέντε λεπτά, ο Χάρις είπε, “Α!” και έβγαλε το αριστερό του πόδι από κάτω και έβαλε στη θέση του το δεξί.

Πέντε λεπτά αργότερα, ο Τζωρτζ είπε κι εκείνος “Α!” και εκσφενδόνισε το πιάτο του έξω στην όχθη' τρία λεπτά αργότερα, ο Μονμόρενσυ έδειξε το πρώτο σημάδι ευχαρίστησης από τότε που είχαμε ξεκινήσει: ξάπλωσε στο πλάι και τέντωσε τα πόδια' μετά είπα κι εγώ, “Α!” και έγειρα το κεφάλι μου πίσω και το χτύπησα σ' ένα από τα τόξα της τέντας, αλλά δε μ' ένοιαξε. Ούτε που έβρισα καν.

Τί ωραία που νιώθει κανείς όταν είναι χορτάτος -πόσο ικανοποιημένοι ήμασταν με τον εαυτό μας και με όλον τον κόσμο/! Άνθρωποι που το έχουν δοκιμάσει, μου λένε ότι μια καθαρή συνείδηση σε κάνει πολύ ευτυχισμένο και ικανοποιημένο αλλά το γεμάτο στομάχι κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά και είναι πιο φτηνό και πιο εύκολο να το πετύχεις. Νιώθεις τόσο γενναιόδωρος και μεγαλόψυχος μετά από ένα πλήρες και καλοχωνεμένο γεύμα -τόσο υψηλόφρων, τόσο καλόκαρδος.

Τί περίεργη που είναι αυτή η κυριαρχία των οργάνων της χώνεψης επί του εγκεφάλου. Δεν μπορούμε να δουλέψουμε, δεν μπορούμε να σκεφτούμε καν, αν δεν μας το επιτρέψει το στομάχι μας. Μας υπαγορεύει τα συναίσθήματά μας και τα πάθη μας. Μετά από αυγά και μπέικον λέει, “δούλεψε!”, μετά από μπριζόλα και κρασί λέει, “κοιμήσου!”. Μετά από ένα φλιτζάνι τσάι (δύο κουταλιές για κάθε φλιτζάνι και να μην το αφήνετε να μένει περισσότερο από τρία λεπτά) λέει στον εγκέφαλο, “τώρα σήκω και δείξε μας τη δύναμή σου. Γίνε εύγλωττος, βαθυστόχαστος και τρυφερός' δες με καθαρό μάτι τη φύση και τη ζωή' άπλωσε τα άσπρα φτερά της τρομαγμένης σου σκέψης και πέτα σαν καλό πνεύμα, ψηλά στους μακρινούς δρόμους των φλογισμένων άστρων μέχρι τις πύλες της αιωνιότητας!”.

Μετά από ζεστό κέικ λέει, “Γίνε νωθρός και άψυχος, σα ζώο του αγρού -ανόητο ζώο με ανήσυχο μάτι, στερημένο από το παραμικρό ίχνος φαντασίας, ελπίδας, φόβου, έρωτα ή ζωής”. Και μετά από ικανή ποσότητα μπράντυ λέει, “Εμπρός λοιπόν, ανόητε, χαμογέλασε και περπάτα, για να γελάσουν οι συνάνθρωποί σου -κάνε τρέλες, τραύλισε ανόητους ήχους και δείξε τί αβοήθητο πλάσμα είσαι ο καημένος ό άντρας που το πνεύμα και η θέληση του έχουν πνιγεί  δίπλα δίπλα, σαν τα γατιά, σε μισό πόντο οινόπνευμα”.

Είμαστε οι πιο γνήσιοι, οι πιο αξιοθρήνητοι σκλάβοι, του στομαχιού μας. Μην ψάχνετε για ηθική και δίκαιο, φίλοι μου' προσέχετε σχολαστικά το στομάχι σας, ταίστε το με φροντίδα και σωστή κρίση. Τότε η αρετή και η ευχαρίστηση θα έρθουν να βασιλέψουν στην καρδιά σας χωρίς καμιά προσπάθεια εκ μέρους σας' και θα είστε καλός πολίτης, στοργικός σύζυγος και καλός πατέρας -ευγενικός, ευσεβής άντρας.

Πριν από το δείπνο μας, ο Χάρις, ο Τζωρτζ κι εγώ ήμασταν εριστικοί, ευερέθιστοι και κακοδιάθετοι' μετά το δείπνο καθόμασταν και χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο, χαμογελούσαμε και στο σκύλο. Αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο, αγαπούσαμε τους πάντες. Ο Χάρις κάποια στιγμή αποφάσισε να μετακινηθεί και πάτησε κατά λάθος τον κάλο του Τζωρτζ. Αν αυτό είχε συμβεί πριν από το δείπνο, ο Τζωρτζ θα είχε εκφράσει ευχές κι επιθυμίες σχετικά με τη μοίρα του Χάρις σ' αυτόν τον κόσμο και στον άλλο, που θα έκαναν ν ανατριχιάσει και ο μεγαλύτερος σκεπτικιστής.

Τώρα όμως είπε μόνο, “Προσεχε, λεβέντη μου”.

Και ο Χάρις αντί να παρατηρήσει απλώς με το πιο δυσάρεστό του ύφος ότι ήταν φύσει αδύνατον να μην πατήσει κάποιος ένα μέρος του ποδιού του Τζωρτζ, αν έπρεπε να κινηθεί οπωσδήποτε σε ακτίνα δέκα μέτρων από το σημείο που καθόταν ο Τζωρτζ, και να συμβουλέψει τον Τζωρτζ να μην μπαίνει ποτέ σε βάρκα κανονικού μεγέθους, αφού είχε τόσο μεγάλα πόδια και να του προτείνει να τα κρεμάει απέξω, όπως θα είχε σίγουρα κάνει πριν από το δείπνο, τώρα είπε: “Αχ, συγνώμη, φίλτατε' ελπίζω να μη σε πόνεσα”.

Ο δε Τζωρτζ είπε: “Μα τί λες τώρα”, υπονοώντας ότι έφταιγε εκείνος και ο Χάρις πως όχι, το σφάλμα ήταν όλο δικό του.

Ήταν απόλαυση να τους ακούς.


Ανάψαμε τις πίπες μας και καθίσαμε, κοιτώντας την ήσυχη νύχτα, και το ρίξαμε στην κουβέντα.



Ο Τζωρρτζ αναρωτήθηκε γιατί να μην μπορούμε να είμαστε πάντα έτσι -μακριά από τον κόσμο με τις αμαρτίες και τους πειρασμούς του- να διάγουμε βίο ειρηνικό και να κάνουμε το καλό. Είπα ότι κι εγώ είχα συχνά λαχταρήσει κάτι ΄τετοιο' και συζητήσαμε την πιθανότητα να φύγουμε μακριά, οι τέσσερίς μας, σε κάποιο βολικό, καλά εξοπλισμένο έρημο νησί και να ζήσουμε εκεί στα δάση.

Ο Χάρις είπε πως το πρόβλημα με τα έρημα νησιά, απ' όσο είχε ακούσει, ήταν η μεγαλύτερη υγρασία' αλλά ο Τζωρτζ είπε ότι αυτό δεν ίσχυε, αν είχαν καλό αποστραγγιστικό σύστημα.

Συνεχίσαμε για λίγο τη συζήτηση για αποχετεύσεις και μετά ο Τζωρτζ θυμήθηκε κάτι που είχε συμβεί κάποτε στον πατέρα του. Είπε ότι ο πατέρας του ταξίδευε με έναν φίλο του στην Ουαλία και κάποια νύχτα σταμάτησαν σ' ένα μικρό πανδοχείο, όπου υπήρχαν και κάτι άλλοι τύποι που τους έπιασαν κουβέντα και πέρασαν το βράδυ μαζί.


Περνούσαν πολύ ωραία και το ξενυχτήσανε πολύ' μέχρι να πάνε για ύπνο, είχαν περιέλθει (αυτό συνέβη όταν ο πατέρας του Τζωρτζ ήταν πολύ νέος) σε κατάσταση ελαφράς ευθυμίας. Επρόκειτο να κοιμηθούν (ο πατέρας του Τζωρτζ και ο φίλος του πατέρα του Τζωρτζ) στο ίδιο δωμάτιο, αλλά σε διαφορετικά κρεβάτια. Πήραν το κερί και ανέβηκαν στις σκάλες. Μόλις μπήκαν στο δωμάτιο, ακούμπησαν το κερί σε μια εσοχή του τοίχου κι εκείνο έσβησε, οπότε ήταν αναγκασμένοι να γδυθούν και να πλαγιάσουν στα σκοτεινά. Αυτό και έκαναν' αλλά, αντί να πέσουν σε διαφορετικά κρεβάτια, σκαρφάλωσαν και οι δύο στο ίδιο κρεβάτι χωρίς να το καταλάβουν -ο ένας τους με το κεφάλι στην πάνω μεριά και ο άλλος στην κάτω, ξαπλώνοντας με τα πόδια του στο μαξιλάρι.

Προς στιγμήν έπεσε σιωπή και μετά ο πατέρας του Τζωρτζ είπε:

“Τζο!”

“Τί τρέχει, Τομ;” απάντησε η φωνή του Τζο από την άλλη μεριά του κρεβατιού.

“Είναι ένας άντρας στο κρεβάτι μου”, είπε ο πατέρας του Τζωρτζ. Βρήκα τα πόδια του στο μαξιλάρι μου”.

“Περίεργο πράγμα, Τομ”, απάντησε ο άλλος, “αλλά, πού να με πάρει η ευχή, είναι κι εμένα ένας άντρας στο κρεβάτι μου!”

“Τί σκοπεύει να κάνεις;” ρώτησε ο πατέρας του Τζωρτζ.

“Λέω να τον πετάξω κάτω”, απάντησε ο Τζο.

“Το ίδιο θα κάνω κι εγώ' είπε ο πατέρας του Τζωρτζ γενναία.

Ακολούθησε σύντομη πάλη και μετά δυο βαριοί γδούποι στο πάτωμα' και μετά μια πονεμένη φωνή είπε:

“Δε μου λες, Τομ!”

“Έλα!”

“Τί απέγινε;”

“Να σου πω την αλήθεια ο τύπος πέταξε κάτω εμένα”

“Το ίδιο και ο δικός μου! Για να είμαι ειλικρινής, αυτό το πανδοχείο αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα. Τί λες κι εσύ;”

“Πώς το έλεγαν εκείνο το πανδοχείο;” ρώτησε ο Χάρις.

“Το Γουρούνι και η Σφυρίχτρα”, είπε ο Τζωρτζ. “Γιατί;”

“Α!, Καλά, τότε δεν είναι το ίδιο”, απάντησε ο Χάρις.

“Τί εννοείς” ρώτησε ο Τζωρτζ.

“Είναι πολύ περίεργο”, μουρμούρισε ο Χάρις, “αλλά ακριβώς το ίδιο πράγμα συνέβη στο δικό μου πατέρα κάποτε, σ' ένα επαρχιακό πανδοχείο. Τον έχω ακούσει πολλές φορές να λέει την ιστορία. Σκέφτηκα μήπως ήταν το ίδιο πανδοχείο”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου