Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Χάρις έγινε δυσάρεστος μετά το δείπνο -νομίζω ότι πρέπει να ήταν το ραγού που τον είχε αναστατώσει,  δεν είναι συνηθισμένος στην έντονη ζωή-, έτσι λοιπόν ο Τζωρτζ κι εγώ τον αφήσαμε στη βάρκα και συμφωνήσαμε να πάμε για μια τσάρκα στο Χένλει. Εκείνος είπε ότι θα έπινε ένα ποτήρι ουίσκι, θα κάπνιζε μια πίπα και θα τακτοποιούσε τα πράγματα για τη νύχτα. Συμφωνήσαμε να τον φωνάξουμε όταν θα γυρίζαμε και να έρθει από το νησί για να μας πάρει.

"Μη σε πάρει ο ύπνος, φίλε", είπαμε την ώρω που ξεκινούσαμε.

Το Χένλει ετοιμαζόταν για τις λεμβοδρομίες κι ήταν όλο ζωή. Συναντήσαμε αρκετούς γνωστούς στην πόλη και με την ευχάριστη παρέα τους δεν καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα' έτσι λοιπόν είχε πάει έντεκα όταν ξεκινήσαμε να κάνουμε πεζή τα έξι χιλιόμετρα της επιστροφής στο σπίτι -όπως είχαμε συνηθίσει να αποκαλούμε πια το μικρο μας σκάφος.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή αρκετά κρύα κι έπεφτε ψιλόβροχο' και καθώς προχωρούσαμε μέσα στα σκοτεινά, ήσυχα λιβάδια και μιλούσαμε σιγανά μεταξύ μας και αναρωτιόμασταν\ αν είχαμε πάρει το σωστό δρόμο η όχι, σκεφτόμασταν τη βολική μας βάρκα, με το φως να ξεχύνεται μέσα από την τέντα υτης, τον Χάρις και τον Μονμόρενσυ και το ουίσκι, και λέγαμε μακάρι να είχαμε κιόλας φτάσει.

Φανταστήκαμε τους εαυτούς μας εκεί μέσα, κουρασμένους και λίγο πεινασμένους' το σκοτεινό ποτάμι και τις σκιές των δέντρων' και σαν μια πελώρια πυγολαμπίδα από κάτω τους την αγαπημένη μας βαρκούλα, τόσο αναπαυτική, ζεστή και χαρούμενη. Βλέπαμε τους εαυτούς μας να τρώμε κάτι πριν πέσουμε για ύπνο,.λίγο κρύο κρέας και φέτες ψωμί' ακούγαμε το χαρούμενο κουδούνισμα των μαχαιριών μας, τις γελαστές φωνές που γέμιζαν τη βάρκα και ξεχύνονταν έξω στη νύχτα. Και ταχύναμε το βήμα για να πραγματοποιήσουμε το όραμά μας.

Φτάσαμε τελικά στο μονοπάτι της ρυμούλκησης και αυτό μας έκανε πολύ ευτυχισμένους' γιατί πριν απ' αυτό δεν ήμασταν βέβαιοι αν περπατούσαμε προς το ποτάμι ή απομακρυνόμασταν από αυτό και όταν είσαι κουρασμένος και θέλεις να πας για ύπνο, τέτοιου είδους αβεβαιότητες σε ;ανησυχούν. Περάσαμε το Σίπλεικ την ώρα που το ρολόι χτυπούσε δώδεκα παρά τέταρτο' τότε ο Τζωρτζ είπε σκεφτικός:

"Μήπως θυμάσαι που ήταν αυτό το νησί; "

"Όχι", απάντησα, ενώ άρχισαν να με ζώνουν κι εμένα τα φίδια, "δε θυμάμαι. Πόσα νησιά υπάρχουν εδώ γύρω;"

"Μόνο τέσσερα", απάντησε ο Τζωρτζ "όλα θα πάνε καλά, αν έχει μείνε ξύπνιος".

"Και αν όχι;" ρώτησα' αλλά απορρίψαμε αυτήν την υπόθεση.

Όταν φτάσαμε απέναντι στο πρώτο νησί αρχίσαμε να φωνάζουμε, αλλά δεν πήραμε απάντηση' έτσι προχωρήσαμε στο δεύτερο και προσπαθήσαμε κι εκεί με το ίδιο αποτέλεσμα.

"Α, τώρα θυμάμαι", είπε ο Τζωρτζ' "ήταν το τρίτο".

Τρέξαμε γεμάτοι ελπίδα στο τρίτο και βάλαμε τις φωνές.

Καμιά απάντηση!

Η υπόθεση είχε αρχίσει να γίνεται σοβαρή. Τώρα πια ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Τα πανδοχεία στο Σίπλεικ και το Χένλει θα ήταν γεμάτα' και δεν μπορούσαμε να βγούμε στη γύρα και να ξυπνάμε χωρικούς στη μέση της νύχτας, για να ρωτήσουμε μήπως νοικιάζανε δωμάτια! Ο Τζωρτζ πρότεινε να ξαναγυρίσουμε με 5τα πόδια το Χένλει και να επιτεθούμε σ' έναν αστυνομικό, ούτως ώστε να εξασφαλίσουμε μια νύχτα στο κρατητήριο. Αλλά μετά σκεφτήκαμε: Και αν μας ανταποδώσει απλώς το χτύπημα και αρνηθεί να μας κλείσει μέσα;

Δεν μπορούσαμε να περάσουμε όλη μας τη νύχτα παλεύοντας με αστυνομικούς. Άλλωστε, δε θέλαμε και να το παρακάνουμε και να μας κλείσουν μέσα για έξι μήνες.

Μέσα στην απελπισία μας, δοκιμάσαμε και κάτι που στα σκοτεινά μας φάνηκε για τέταρτο νησί, αλλά δεν πετύχαμε τίποτε καλύτερο. Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει για τα καλά τώρα και προφανώς είχε κάθε πρόθεση να συνεχίσει. Ήμασταν μουσκεμένοι ως το κόκαλο, παγωμένοι και δυστυχείς. Αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε αν υπήρχαν μόνο τέσσερα νησιά ή περισσότερα ή μήπως δεν ήμασταν καν κοντά στα νησιά, κι αν ήμασταν σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου γύρω από το σημείο που έπρεπε να είμαστε ή σε εντελώς διαφορετικό σημείο του ποταμιού' όλα φάνταζαν τόσο παράξενα και διαφορετικά μέσα στο σκοτάδι. Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τί τράβηξε η Κοκκινοσκουφίτσα στο δάσος.

Τη στιγμή που είχα αρχίσει να εγκαταλείπω κάθε ελπίδα -ναι, το ξέρω ότι αυτή είναι ακριβώς η στιγμή που γίνονται τα πάντα στα μυθιστορήματα και τα παραμύθια' αλλά δεν μπορώ να το αποφύγω. Όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο, αποφάσισα να είμαι απολύτως ειλικρινής σε όλα τα θέματα' και αυτό θα είμαι, ακόμη κι αν αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω κοινότοπες φράσεις γι αυτόν το σκοπό.

Ήταν λοιπόν ακριβώς η στιγμή που είχα χάσει κάθε ελπίδα, που διέκρινα ξαφνικά, λίγο πιο κάτω από εμάς, μια παράξενη, αλλόκοτη λάμψη να τρεμοπαίζει ανάμεσα στα δέντρα στην απέναντι όχθη. Για μια στιγμή ο νους μου πήγε στα φαντασματα' τόσο θαμπό και μυστηριώδες ήταν αυτό το φως. Την αμέσως επόμενη στιγμή κατάλαβα ότι επρόκειτο για τη βάρκα μας και έστειλα ένα ουρλιαχτό πάνω από τα νερά, που έκανε τη νύχτα να ταρακουνηθεί στο κρεβάτι της.

Περιμέναμε για ένα λεπτό με κομμένη την ανάσα και μετά -ω θεία μουσική μέσα στο σκοτάδι!- ακούσαμε το γαύγισμα του Μονμόρενσυ σε ;απάντησή μας. Ξαναφωνάξαμε τόσο δυνατά, που σίγουρα θα ξυπνούσε και η Ωραία Κοιμωμένη -ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί χρειάζεται περισσότερος θόρυβος για να ξυπνήσει μια ωραία κοιμωμένη από μια άσχημη- και μετά από ένα διάστημα που μαε φάνηκε μια ώρα, αλλά στην πραγματικότητα υποθέτω ότι θα πρέπει να ήταν γύρω στα πέντε λεπτά, είδαμε τη φωτισμένη βάρκα να πλησιάζει αργά μέσα στο σκοτάδι και ακούσαμε τη νυσταλέα φωνή του Χάρις να μας ρωτάει πού ήμασταν.

Υπήρχε κάτι το ανεξήγητο στη φωνή του Χάρις. Ήταν κάτι πέρα από συνηθισμένη κούραση. Άραξε τη βάρκα σε ένα σημείο της όχθης απ' όπου ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να μπούμε μέσα και ξανακοιμήθηκε αμέσως.

Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια σε ουρλιαχτά και κραυγές για να τον ξαναξυπνήσουμε και να τον λογικέψουμε κάπως' τελικά όμως τα καταφέραμε και ανεβήκαμε στη βάρκα.

Ο Χάρις είχε μια θλομμένη έκφραση στο πρόσωπο, όπως παρατηρήσαμε με το που μπήκαμε. Σου έδινε την εντύπωση ανθρώπου που είχε περάσει πολλά. Τον ρωτήσαμε αν είχε συμβεί τίποτα και εκείνος είπε:

"Κύκνοι!"

Φαίνεται ότι είχαμε αγκυροβολήσει σε μεα φωλιά κύκνων και λίγο αφότου φύγαμε εγώ και ο Τζωρτζ, η θηλύκια γύρισε πίσω και έστησε καυγά ολόκληρο για το θέμα/ Ο Χάρις την είχε διώξει κι εκείνη είχε πάει κι είχε φέρει το σύζυγο. Ο Χάρις είπε ότι είχε διαδραματιστεί πολύ σκληρή μάχη ανάμεσα σ' εκείνον και τους; δύο κύκνους' αλλά το θάρρος και η ικανότητά του στο τέλος είχαν επικρατήσει και τους είχε νικήσει.

Μισή ώρα αργότερα, ξαναγύρισε με άλλους δεκαοχτώ κύκνους! Η μάχη θα πρέπει να ήταν τρομερή, απ' όσο μπορούσαμε να καταλάβουμε από την αφήγηση του Χάρις. Οι κύκνοι είχαν προσπαθήσει να τραβήξουν εκείνον και τον Μονμόρενσυ έξω από τη βάρκα και να τους πνίξουν' κι εκείνος είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του σαν ήρωας επί τέσσερις ώρες, τους είχε τραυματίσει όλους κι εκείνοι είχαν απομακρυνθεί κολυμπώντας για να πανε να πεθάνουν κάπου αλλού.

"Πόσοι κύκνοι είπες ότι υπήρχαν;" ρώτησε ο Τζωρτζ.

"Τριάντα δύο" απάντησε ο Χάρις κοιμισμένα.

"Μόλις τώρα είπες δεκαοχτώ", είπε ο Τζωρτζ.

"Λάθος  κάνεις" γρύλισε ο Χάρις. "Είπα δώδεκα. Νομίζεις ότι δεν ξέρω να μετράω;"

Ποια ήταν τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με τους κύκνους δε το μάθαμε ποτέ. Ρωτήσαμε τον Χάρις ξανά το πρωί και είπε, "Ποιοι κύκνοι;" κι έδειξε να νομίζει ότι ο Τζωρτζ κι εγώ είχαμε δει κάποιο όνειρο.

Αχ, τί υπέροχο ήταν να είμαστε και πάλι ασφαλείς στη βάρκα μας, μετά από τις δοκιμασίες και τους φόβους μας! Φάγαμε ένα γερό δείπνο, ο Τζωρτζ κι εγώ, θα είχαμε πιει και κάτι μετά αν είχαμε βρει το ουίσκι, αλλά δεν το βρήκαμε. Ανακρίναμε τον Χάρις για να μάθουμε τί το είχε κάνει' αλλά δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι εννοούσαμε όταν λέγαμε "ουίσκι" ή για ποιο πράγμα μιλούσαμε γενικώς. Ο Μονμόρενσυ είχε ένα ύφος σαν κάτι να ήξερε, αλλά δεν είπε τίποτα.

Κοιμήθηκα καλά εκείνο το βράδυ και θα είχα κοιμηθεί ακόμα πιο καλά αν δεν ήταν ο Χάρις. Θυμάμαι αχνά να ξύπνησα τουλάχιστον δώδεκα φορές στη διάρκεια της νύχτας από τον Χάρις που κουνιόταν ασταμάτητα στη βάρκα, με το φανάρι στο χέρι, ψάχνοντας για τα ρούχα του. Φαινόταν να ανησυχεί για τα ρούχα του όλη νύχτα.
Δύο φορές ανασήκωσε το Τζωρτζ κι εμένα για να δει μήπως είχαμε ξαπλώσει πάνω στο παντελόνι του. Ο Τζωρτζ εκνευρίστηκε πολύ τη δεύτερη φορά.

"Τι στην ευχή το θες το παντελόνι σου, μέσα στη νύχτα; " ρώτησε αγανακτισμένος. Γιατί δεν ξαπλώνεις να κοιμηθείς; "

Την επόμενη φορά που ξύπνησα, τον βρήκα να προβληματίζεται που δεν μπορούσε να βρει τις κάλτσες του' και το τελευταίο που θυμάμαι είναι να με γυρίζουν στο πλευρό και ν' ακούω τον Χ'αρις να μουρμουρίζει κάτι σχετικά με το πόσο περίεργο ήταν που είχε χαθεί η ομπρέλα του.


2 σχόλια:

  1. Πέρασα να πω μιά καλησπέρα μετά από σχεδόν 2 μήνες απουσίας από την Μπλογκόσφαιρα . Την είχα δει παραλία και μπίρες .

    ΑπάντησηΔιαγραφή